- δικασπολία
- δικασπολία, η (Α) [δικασπόλος]1. δικαστική απόφαση2. κρίση, δίκη3. το επάγγελμα τού δικαστή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικασπολίᾳ — δικασπολίᾱͅ , δικασπολία judgement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίας — δικασπολίᾱς , δικασπολία judgement fem acc pl δικασπολίᾱς , δικασπολία judgement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίαν — δικασπολίᾱν , δικασπολία judgement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίαις — δικασπολία judgement fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίαισιν — δικασπολία judgement fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίη — δικασπολία judgement fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίην — δικασπολία judgement fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίης — δικασπολία judgement fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίῃ — δικασπολία judgement fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασπολίῃσι — δικασπολία judgement fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)